Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Καφέ Αρκούδα

Η καφέ αρκούδα ή φαιά αρκούδα ή κοινή αρκούδα (Άρκτος η άρκτος-Ursus arctos) είναι παμφάγο θηλαστικό ζώο και το είδος αρκούδας (ίσως το γνωστότερο) με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση, που μπορεί να φτάσει σε μάζα από 170 μέχρι 300 κιλά. Υποείδος της είναι η Αρκούδα γκρίζλι, διάσημη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα, η καφέ αρκούδα υπάρχει κυρίως στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα ωστόσο ο πληθυσμός της είναι περιορισμένος. Γενικότερα, απαντάται στην Ασία, την Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική και τα όρη της βόρειας Αφρικής. Έχει μεγάλο κεφάλι, μικρά αυτιά, πατούσες με γερά νύχια και κοντή ουρά. Είναι μοναχικό ζώο. Ο ζωτικός χώρος των αρσενικών προστατεύεται από οποιονδήποτε αντίπαλο και φτάνει τα 1.000 τετρ. χλμ. Τρέφεται με φυτά, ψάρια, μέλι, πτηνά και τρωκτικά. Έχει οξεία όσφρηση και ασθενή όραση. Τα μικρά γεννιούνται τον χειμώνα, ζυγίζουν μερικές εκατοντάδες γραμμάρια και μένουν με την μητέρα τους πάνω από δύο χρόνια.Είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης, με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ιδιαίτερα στο λαιμό και στα άκρα. Έχει τριγωνικό κεφάλι, κυκλικά μικρά αυτιά και μικρά μάτια. Διαθέτει 40-42 δόντια με αναπτυγμένους τους κυνόδοντες και τους γομφίους. Η ουρά της είναι πολύ κοντή και κρύβεται από τη γούνα της, τα πόδια της καταλήγουν σε πέντε δάχτυλα εφοδιασμένα με καμπυλωτά νύχια. Έχει άριστη ακοή και όσφρηση όμως λιγότερο καλή όραση (βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μέτρων αλλά δεν είναι ικανή να διακρίνει άνθρωπο στα 300 μέτρα). Η αρκούδα βαδίζει πατώντας σε όλο το πέλμα των ποδιών της (ανήκει δηλαδή στα πελματοβάμονα ζώα) και μπορεί να τρέξει με ταχύτητα 40-50 χιλιόμετρα την ώρα. Το ύψος ενός ενήλικου ζώου στον τράχηλο μπορεί να φτάσει τα 1.10 μέτρα, ενώ το συνολικό μήκος κυμαίνεται μεταξύ 1.70 και 2.20 μέτρα. Το ενήλικο θηλυκό ζυγίζει από 60 ως 120 κιλά, ενώ το ενήλικο αρσενικό είναι συνήθως πιο μεγαλόσωμο και το βάρος του κυμαίνεται από 110 ως 250 κιλά. Γενικά το βάρος της αρκούδας δεν είναι ποτέ σταθερό. Το φθινόπωρο γίνεται μέγιστο εφόσον το ζώο αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες λίπους για να καλύψει τις ανάγκες του κατά την περίοδο του χειμέριου ύπνου, ενώ την άνοιξη έχει το ελάχιστο βάρος αφού όλο το λίπος έχει ήδη καταναλωθεί κατά τη διάρκεια του χειμέριου ύπνου. Η αρκούδα ζει περίπου 20 με 25 χρόνια και δεν είναι εκ φύσεως επιθετικό ζώο. Μπορεί βέβαια όπως κάθε αμυνόμενο ζώο να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά για εκφοβισμό. Όταν σηκώνεται στα πισινά της πόδια δεν εκδηλώνει επιθετική διάθεση, η κίνηση αυτή είναι ανιχνευτική και έχει απλά σκοπό να αυξήσει το οπτικό της πεδίο. Αμυντικό ρόλο έχει το δυνατό της μούγκρισμα. Χαρακτηριστικά της στοιχεία είναι η μεγάλη ταχύτητα της, η ευκινησία της, η ικανότητα της να ψαρεύει, η ικανότητα της στην αναρρίχηση, η χρήση του μπροστινού ποδιού ως "χέρι" κ.α.Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής. Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: Βατόμουρα, άγρια κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς αλλά και βολβούς, ρίζες και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιο της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα, μυρμήγκια, βατράχια, σαλιγκάρια, ψάρια και χελώνες. Μια πιο αναλυτική προσέγγιση της σύστασης του διαιτολογίου της, δείχνει τη σαφή επικράτηση των τροφών φυτικής προέλευσης έναντι των τροφών ζωικής προέλευσης. Μία από τις αξιοπερίεργες φάσεις του βιολογικού κύκλου της αρκούδας είναι ο χειμέριος ύπνος που διαφέρει ουσιαστικά από τη γνωστή χειμερία νάρκη που χαρακτηρίζει άλλα είδη θηλαστικών όπως ο σκαντζόχοιρος για παράδειγμα. Οι βασικότερες διαφορές είναι: Κατά τη χειμέρια νάρκη η θερμοκρασία του σώματος του ζώου πλησιάζει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος (σχεδόν 0 °C), οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός ελαττώνονται δραματικά και το ζώο ξυπνά ανά διαστήματα για να αποβάλει ούρα και κόπρανα. Κατά το χειμέριο ύπνο η θερμοκρασία του σώματος της αρκούδας ελαττώνεται κατά ένα βαθμό περίπου σε σχέση με την κανονική (38 °C), οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός δεν ελαττώνονται δραματικά και το επίπεδο εγρήγορσης είναι υψηλότερο από ότι στη χειμέρια νάρκη, γι' αυτό η αρκούδα ξυπνάει πολύ εύκολα όταν ενοχληθεί στη φωλιά της. Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι η αρκούδα δεν αποβάλλει ούρα ή κόπρανα γιατί τα ανακυκλώνει ο οργανισμός της. Ο χειμέριος ύπνος είναι ένας ακόμα τρόπος προσαρμογής της αρκούδας στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος όπου ζει. Είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος επιβίωσης για ένα μεγαλόσωμο παμφάγο θηλαστικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μια ακόμα βασική λειτουργία είναι η προστασία των ευάλωτων νεογνών, εφ' όσον γεννιούνται μέσα στη φωλιά υπό ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας σαν να είναι ένα είδος θερμοκοιτίδας. Απειλές Η φόνευση της καφέ αρκούδας, είτε λόγω πρόκλησης ζημιών σε παραγωγικές μονάδες (κτηνοτροφικά ζώα, μελίσσια, καλλιέργειες), είτε τυχαία φόνευση κατά το κυνήγι ή σκόπιμη φόνευση για τρόπαιο ή σύλληψη των μικρών κ.λ.π. Η υποβάθμιση ή η απώλεια των βιοτόπων της καφέ αρκούδας λόγω αλόγιστης διάνοιξης δασικών δρόμων, απρογραμμάτιστης και αλόγιστης υλοτομίας και πυρκαγιών. Ο κατακερματισμός της γεωγραφικής κατανομής του είδους και η συρρίκνωση των συνδετικών περιοχών της κατανομής της καφέ αρκούδας σε εθνική ή διασυνοριακή κλίμακα λόγω υλοποίησης μεγάλων τεχνικών έργων οι οποίες στερούνται τις αναγκαίες περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Η ελλιπής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού που εκλαμβάνει την παρουσία του είδους ως απειλή στην περιουσία των παραγωγών και την ανθρώπινη ασφάλεια.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Η χερσαία χελώνα


 Οι χερσαίες χελώνες ζουν αποκλειστικά στην ξηρά και υπάρχουν σήμερα περίπου 50 είδη. Τρέφονται κυρίως με φυτά αλλά θεωρείται παμφάγο ζώο. Τους χειμερινούς μήνες οι χελώνες πέφτουν σε χειμέρια νάρκη και η γονιμοποιήση τους γίνεται τους θερινούς μήνες, γεννώντας από 2 ως 12 αυγά.
Συγκεκριμένα τα 3 χερσαία (άγρια)είδη της Ελλάδας(και τα μοναδικά της Ευρώπης) είναι: -το είδος Testudo hermanni (με μερικά υποείδη, από τα οποία κάποια εντός και κάποια εκτός Ελλάδας), ελληνιστί Χελώνα μεσογειακή ή χέρμαννη ή του Χέρμαν.Απαντά κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα, την Εύβοια και στα Ιόνια νησιά, -το είδος Testudo graeca, κοινώς ελληνική χελώνα. Στη χώρα μας απαντά κυρίως στη βόρεια και κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα και σε ορισμένα νησιά(Εύβοια,Μήλο,Κύθνο,Θάσο,Σαμοθράκη,Λήμνο,Κώ,Χίο), -το είδος Testudo marginata ,με ελληνική ονομασία Μαυριτανική ή Κρασπεδωτή χελώνα το οποίο θεωρείται ενδημικό είδος της Ελλάδας (εκτός Ελλάδας εντοπίζεται μόνο στη Σαρδηνία, όπου μάλλον έχει μεταφερθεί από τον άνθρωπο).Απαντά κυρίως στη νότια και κεντρική Ελλάδα,φθάνοντας βόρεια μεχρι τον Όλυμπο.
Γενικώς δεν θεωρούνται απειλούμενα είδη αλλά ο πληθισμός τους έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω του ανθρώπου.Είναι τα πιο μακρόβια Σπονδυλόζωα, εν τούτοις η ανάπτυξή τους είναι γρήγορη, με την γεννητική ωρίμανση να επιτυνγάνεται πρίν τα 10 χρόνια για τα αρσενικά και λίγο πιο μετά για τα θηλυκά.
Τα νεογέννητα χελωνάκια των τριών αυτών ειδών έχουν μήκος 3-3.5cm και όταν μεγαλώνουν μπορούν να φτάσουν (οι μαυριτανικές κυρίως) τα 30-35cm +, ενώ το βάρος τους μπορεί να ξεπεράσει τα 10kg .
Στην αιχμαλωσία,γενικά, ζουν περισσότερα χρόνια οπότε αποτελούν μακροχρόνια δέσμευση από μέρους μας. Τόσο μακροχρόνια που μάλλον θα κληροδοτηθεί.
Συγκεκριμένα και οι 3 χελώνες ξηράς τις χώρας μας προστατεύονται αυστηρά.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Η κόκκινη οχιά της Μήλου












 Η οχιά της Μήλου απειλείται έχει εδώ και 14 χρόνια, αλλά ουσιαστικά δεν έχει γίνει τίποτα για να προστατεύσουν ή βιότοπό του. Ωστόσο, οι αιτίες της παρακμής της είναι γνωστές, και οι προτάσεις για μέτρα διατήρησης έχουν γίνει. Η οχιά της Μήλου εμφανίζεται μόνο στα νησιά Μήλος, Κίμωλος, Πολύαιγος και Σίφνος στις δυτικές Κυκλάδες, Ελλάδα. Μήλος, το μεγαλύτερο νησί με έκταση 100 τετραγωνικά μίλια (160 τετραγωνικά χιλιόμετρα), έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό οχιά, αλλά κατάλληλο βιότοπο έχει επιδεινωθεί για περισσότερα από 15 χρόνια. Προτιμώμενη βιότοπο της οχιάς είναι βραχώδεις πλαγιές με τα μικρά δέντρα και θάμνους με διάσπαρτες




Η σπάνια κόκκινη οχιά της Μήλου με τον έντονο κεραμιδί χρωματισμό, ζει κοντά στα νερά ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση στις κοίτες των χειμάρρων, στις καλλιέργειες και σπάνια σε ξηρές πετρώδεις περιοχές.

Χαρακτηριστικό του είδους είναι η ποικιλοχρωμία του. Συνήθως έχει γκριζοκαφέ ή γκριζοκίτρινο χρώμα με ανοιχτόχρωμα σχέδια, ανάλογα με το περιβάλλον που ζει, ενώ στη Μήλο απαντάται κυρίως η κόκκινη οχιά. Το κεφάλι της είναι πλακουτσωτό, τριγωνικό, στενό εμπρός και φαρδαίνει απότομα προς τα πίσω, ενώ σκεπάζεται με σκληρά γυαλιστερά λέπια. Η γλώσσα της είναι μακριά, σκούρα και διχαλωτή. Στην επάνω σιαγόνα έχει δύο δόντια που στη βάση τους φέρουν δύο δηλητηριώδεις αδένες, οι οποίοι με το δάγκωμα χύνουν το δηλητήριο.

Είναι ζώο που κυκλοφορεί τη μέρα, όταν όμως έχει πολλή ζέστη κυκλοφορεί και τις πολύ πρωινές ή βραδινές ώρες. Τρώει μικρά θηλαστικά, σαύρες και το Σεπτέμβρη αναρριχάται στα δέντρα και συλλαμβάνει πουλιά. Δεν επιτίθεται στον άνθρωπο παρά μόνο αν ενοχληθεί παρατεταμένα και έντονα.

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Καρχαρίας



Οι καρχαρίες είναι ψάρια που ανήκουν στην υπέρταξη Σελαχίμορφα. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαρα, γαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχουν ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινο σκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με συνήθως ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από "πλακοειδή λέπια" (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια. Επίσης οι περισσότεροι καρχαρίες είναι ωοζωοτόκα ζώα.
Οι καρχαρίες έχουν διαφοροποιηθεί σε περίπου 440 είδη με μέγεθος από 20 εκατοστά μέχρι 15 μέτρα (φαλαινοκαρχαρίας). Ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά μπορεί να τους συναντήσει κανείς σπάνια και σε μεγάλους πλωτούς ποταμούς στους οποίους εισέρχονται ακολουθώντας τα εμπορικά πλοία, με εξαίρεση τον ταυροκαρχαρία[notes 1] που μπορεί να ζήσει άνετα τόσο στο γλυκό όσο και αλμυρό νερό.

 Η ονομασία "καρχαρίας" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κάρχαρον (= πριόνι), λόγω του σχήματος και της διάταξης της οδοντοστοιχίας του

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Αλεπού

Το τρίχωμα της, πολύ πυκνό το χειμώνα, περνά από μια ανοιξιάτικη αλλαγή στη διάρκεια της οποίας, η γούνα πέφτει σε κομμάτια. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία χρωματισμών, ξεκινώντας απ' το ζωηρό κόκκινο ώς το καστανό σκούρο.
Το μπρος μέρος των ποδιών της και το πίσω των αυτιών της είναι μαυριδερά. Η άκρη της ουράς είναι πάντα άσπρη.
Η αλεπού έχει μήκος από 55 ώς 80 εκατ. (ουρά: 30-35 εκατ.) μ' ένα βάρος από 3 ώς 10 κιλά.
Είναι ένα από τα άγρια σαρκοφάγα που ξέρει καλύτερα να προσαρμόζεται στις μεγάλες μεταβολές που έκανε ο άνθρωπος στο βιότοπο.
Τη συναντούμε έτσι μέσα σε πυκνά δάση όσο και σε θαμνώδεις περιοχές, σε πάρκα και στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων, όσο και σε δημόσιους σκουπιδότοπους, όπου της αρέσει να ψαχουλεύει. Μοιάζει όμως να προτιμά πιο πολύ δασώδεις περιοχές, πολύ πυκνές.